Δυο ταινίες κινηματογραφικές με δυο αντιθετικά διαφορετικές εικόνες του Ελληνισμού από την πρόσφατη ιστορία του: Τις πρόσφερε η μικρή οθόνη στις μέρες των διακοπών του Πάσχα και της Πρωτομαγιάς.
Η πρώτη, γνωστή εμπορική επιτυχία του Τζόελ Ζούικ, με θαυμάσιο στήσιμο χαρακτήρων, ο «Γάμος αλά ελληνικά». Η δεύτερη της Μαρίας Ηλιού, μια εξαιρετικής ευαισθησίας και άψογης κινηματογραφικής γλώσσας ταινία η «Αλεξάνδρεια».
Δύο συμπεριληπτικές εικόνες δύο τελείως διαφορετικών κόσμων: Ο κόσμος του απόδημου στην Αμερική Ελληνισμού και ο κάποτε κόσμος του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού. Ο πρώτος, τυπικό έκγονο του σύγχρονου ελλαδικού έθνους - κράτους, ο δεύτερος ένα από τα τελευταία δείγματα της εκτός κρατικών ορίων κοσμοπολίτικης ελληνικότητας. Οι διαφορές αντιθετικές, τα ερωτήματα που γεννάνε, καίρια. Ισως θα μπορούσαν να συνοψιστούν οι διαφορές σαν αποκλίνουσες απαντήσεις σε ένα ερώτημα: Πώς καταλάβαινε και πώς βίωνε ο κοσμοπολίτης αιγυπτιώτης και πώς ο ξενιτεμένος στην Αμερική ελλαδίτης τον εκσυγχρονισμό του Ελληνα, την αναπόφευκτη πρόσληψη του κυρίαρχου δυτικού «παραδείγματος».
Ασφαλώς και υπάρχουν στοιχεία κοινά και στις δύο περιπτώσεις – αναδείχνονται έμμεσα αλλά εμφατικά στις ταινίες: Είναι κυρίως η οικονομική επιτυχία του Έλληνα στις νεωτερικές (δυτικών προδιαγραφών) συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού, η ακαταγώνιστη δημιουργικότητά του. Μαζί και η ζωτική ανάγκη του να παρακολουθεί την εποχή του, να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος, να οικειοποιείται τις συντελούμενες γύρω του αλλαγές, την πρόοδο.
Οι διαφορές εντοπίζονται στους όρους και στο τίμημα της προσαρμογής: Με ποιά σερμαγιά προσέρχεται στην προσαρμογή ο αιγυπτιώτης Έλληνας και με ποιά ο ελληνοαμερικανός απόδημος – με ποιά κριτήρια διάκρισης ποιοτήτων. Τι δικό του κρατάει καθένας ως πολύτιμο, τι πετάει σαν υποδεέστερο ή άχρηστο, τι καινούργιο ξένο αφομοιώνει στις δικές του ανάγκες, τι απορρίπτει ως ασύμβατο με τη δική του γεύση ευτυχίας.
Ο αιγυπτιώτης Έλληνας ήταν άφοβος στον εκσυγχρονισμό του, απόλυτα άνετος – αυτή είναι και η αθέλητη μαρτυρία της ταινίας της Μαρίας Ηλιού. Μπήκε στον στίβο του δυτικού «παραδείγματος» από θέσεως ισχύος, δίχως ίχνος μειονεξίας, με την άνεση του ανθρώπου που επιλέγει, δεν σύρεται, δεν μιμείται. Ακόμα και ο μετριότερος οικονομικά είχε επίγνωση πολιτιστικής υπεροχής, αρχοντικής (λόγω πολιτισμού) καταγωγής. Μιλούσε, μαζί με τη μητρική του ελληνική (ανόθευτη από φενακισμένες, κοραϊκές ή ψυχαρικές «καθαρεύουσες»), δύο ή και τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες. Αλλά δίχως τον κομπασμό ή την επιτήδευση του τάχα σπουδαίου φραγκολεβαντίνου επαρχιώτη.
Το σπιτικό περιβάλλον του αιγυπτιώτη Έλληνα, το ντύσιμό του, ο κώδικας συμπεριφοράς του, οι συναναστροφές του και τα «στέκια» του, οι μουσικές του προτιμήσεις, οι τρόποι ψυχαγωγίας του, απηχούσαν με συνέπεια τον χαρακτήρα της ζωής των ευρωπαϊκών συνοικιών της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου. Χωρίς να μειώνεται ή να αλλοιώνεται στο παραμικρό η συνειδητή και έκδηλη, θαρρετά προβαλλόμενη, ελληνικότητά του, η οργανικά αφομοιωμένη, σαν πατίνα αρχοντιάς, ελληνική του ιδιαιτερότητα. Η γλώσσα του κινηματογράφου έχει το πλεονέκτημα να ζωντανεύει ρεαλιστικά ό,τι είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβουμε με νοηματικές αναλύσεις οι γηγενείς Ελλαδίτες σήμερα: Μιαν ελληνικότητα που δεν ήταν ιδεολογική, δεν ξεκινούσε από ιδεοληψίες προγονολαγνείας, εθνικιστικό επαρχιωτισμό. Γι’ αυτό και καθρεφτιζόταν κυρίως στην αισθητική του αιγυπτιώτη Έλληνα.
Να συγκρίνει κανείς στις δύο ταινίες: Με πόση αυτονόητη άνεση και φυσικότητα φοράει το ευρωπαϊκό κοστούμι ο αιγυπτιώτης Έλληνας. Και πόσο αμήχανος, αβόλευτος και τελικά κωμικός είναι ο απόδημος στην Αμερική Ελλαδίτης μέσα στο φράκο που φόρεσε για να πάει στον γάμο. Με πόση χαρά και φινέτσα αναδείχνει το ευρωπαϊκό της ντύσιμο η αιγυπτιώτισσα Ελληνίδα. Και πόσο κιτς είναι το θέαμα της σφιγμένης μέσα στη μοδέρνα τουαλέτα της απόδημης στην Αμερική Ελλαδίτισσας με τον πελώριο φιόγκο στα ευτραφή της οπίσθια. Η αιτία της διαφοράς, σαφέστατη: Για τους μεν το ευρωπαϊκό ένδυμα είναι επιλογή, θελημένος εκσυγχρονισμός. Για τους δε είναι μίμηση, αναγκαία υπεραναπλήρωση μειονεξίας.
Ο ξενιτεμένος στην Αμερική Ελλαδίτης είναι τυπικό έκγονο της μειονεξίας που θεμελίωσε, ως κυρίαρχη ιδεολογία, το ελλαδικό (μετά την Τουρκοκρατία) κρατίδιο. Σε κάθε πτυχή οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας κυριάρχησε απολυταρχικά η θεωρία της «μετακένωσης» του Κοραή: Η θεωρία έλεγε ότι ο Ελληνισμός τέλειωσε ιστορικά όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε και την τελευταία φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, το 527 μ.Χ.
Την ελληνική παράδοση προσέλαβε αργότερα και τη συνέχισε η καινούργια (μετα-ρωμαϊκή, βαρβαρική) ευρωπαϊκή Δύση με τον Σχολαστικισμό, τον Ουμανισμό, τον Νεοκλασικισμό, τον Διαφωτισμό. Επομένως, οι αφελληνισμένοι πια Γραικοί που απόμειναν στον νότο των Βαλκανίων, αν θέλουν να ξαναγίνουν Έλληνες, πρέπει πρώτα να εκδυτικισθούν, να εξευρωπαϊσθούν, για να «μετακενωθεί» σε αυτούς η ελληνικότητα που διαφυλάχθηκε στη λελαμπρυσμένη Εσπερία.
Ο Ελλαδίτης γεννιέται και μεγαλώνει σε ένα κράτος και σε μια κοινωνία που του επιβάλλουν να ζητάει την ίδια του την ταυτότητα στον μιμητισμό, στον μεταπρατισμό. Δεν επιλέγει το δυτικό μοντέλο, δεν το προσλαμβάνει ενεργητικά, το πιθηκίζει. Ξεκινάει με δεδομένη τη μειονεξία του, ξέρει πως ό,τι και αν κάνει, θα είναι πάντα δεύτερος, καθυστερημένος. Η ελληνικότητα είναι για τον Ελλαδίτη κουσούρι, «δυστυχία» το να είσαι Έλληνας.
Και δικαιολογημένα: Γιατί όταν ο Έλληνας χάσει τη βιωμένη, οργανικά αφομοιωμένη πολιτισμική του αυτεπίγνωση, την αρχοντιά που μεταγγίζεται με το γάλα της μάνας, την «ευγενική» συνέχεια της γλώσσας, το κοινωνικό ήθος συμπεριφοράς, τότε εκβαρβαρώνεται ραγδαία, γίνεται τεταρτοκοσμικός υπανάπτυκτος, αποκρουστικός. Στην ταινία του Τζόελ Ζούικ αυτός ο εκβαρβαρισμός ζωγραφίζεται με χιούμορ, περίπου εξωραΐζεται σαν αξιοπερίεργο φολκλόρ. Οταν, όμως, τον εισπράττει κανείς σαν καθημερινή χυδαιότητα υπανάπτυξης του κράτους και της κοινωνίας, κραυγαλέα ανικανότητα των διαχειριστών της εξουσίας, αγλωσσία, αγραμματοσύνη, τραμπουκισμό, όταν ακόμα και οι αμφιέσεις της υπουργού Εξωτερικών παραπέμπουν στην ταινία του Ζούικ, τότε η άλλη ταινία, η «Αλεξάνδρεια», λειτουργεί σαν δικλίδα διαφυγής στο νοσταλγικό «κάποτε» και «αλλού»: Στον κοσμοπολίτη Ελληνισμό που είχε το προνόμιο να μείνει έξω από τα σύνορα του κρατικού εθνικισμού, της κοραϊκής μειονεξίας, της κακομοιριάς.
1 σχόλιο:
Πολύ καλό, αν και για την Αμερική υφίστανται και αρκετές εξαιρέσεις του κανόνα!
Δημοσίευση σχολίου