Συμπληρώθηκαν στις 22 Απριλίου, δέκα χρόνια από την αποδημία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και το κενό που άφησε εξακολουθεί να είναι δυσαναπλήρωτο.
Ο Καραμανλής συγκέντρωνε πολλά από τα χαρακτηριστικά του αυτοδημιούργητου ανθρώπου σε εποχή που η επαγγελματική και κοινωνική ανάδειξη απαιτούσε εκτός από επίμονη προσπάθεια και αρετές οι οποίες σήμερα βρίσκονται εν ανεπαρκεία. Αποτελούσε συνεπώς για τους περισσότερους οπαδούς του πρότυπο εργατικότητας, ευθυκρισίας, λιτότητας και υπευθυνότητας. Σε αντίθεση με άλλους σύγχρονούς του πολιτικούς οι οποίοι υιοθέτησαν από νωρίς την αστική συμπεριφορά, ο Καραμανλής διατήρησε ώς το τέλος γνωρίσματα της καταγωγής του, τα οποία υπήρξαν και το επικοινωνιακό του «σήμα κατατεθέν». Με τα στοιχεία αυτά ο Καραμανλής θα μπορούσε, αν ήθελε, να γίνει ένας γνήσιος λαϊκός ηγέτης, αν μάλιστα έρρεπε όπως άλλοι πολιτικοί στην κολακεία του απλού ανθρώπου, θα γινόταν σίγουρα και ο πρώτος λαϊκός Έλληνας λαϊκιστής. Επέλεξε ωστόσο μιαν άλλη οδό που ταίριαζε περισσότερο με το όνειρο της κοινωνικής ανάδειξης διά των αποδεκτών κανόνων του παιχνιδιού αλλά και τον ίδιο τον χαρακτήρα του.
Ο στενός συνεργάτης και φίλος του Κωνσταντίνος Τσάτσος, τον παρουσιάζει σαν «προτεστάντη» με γνωρίσματα τα οποία πολλοί Έλληνες που γεννήθηκαν στις δεκαετίες του σαράντα και του πενήντα θα αναγνώριζαν στον πατέρα τους. Τα γνωρίσματα που διακρίνει ο Τσάτσος περιλαμβάνουν την έννοια του χρέους, τη χειραγώγηση των συναισθημάτων, την οικονομική κοινοποίηση των παθών και την απόσταση από κάθε εμπλοκή με τη μαζική ψυχολογία.
Θα ήταν αδύνατη η κατανόηση του φαινομένου Καραμανλή χωρίς τη σύγκριση με τους πολιτικούς συγχρόνους του. Ο πρώτος σημαντικός του αντίπαλος υπήρξε ο Γεώργιος Παπανδρέου στις εκλογές του 1956 και πάλι στις αναμετρήσεις του 1963. Ο κατοπινός «Γέρος της Δημοκρατίας» περιπλανήθηκε μεταπολεμικά, για να βρει πολιτική στέγη. Μπορούσε χάρη στο ρητορικό του τάλαντο να συνεγείρει ψηφοφόρους διαφορετικών κατευθύνσεων και γι’ αυτό ικανότερος να ηγείται μεγάλων συνασπισμών με σταυροφορικό χαρακτήρα, παρά να δημιουργήσει πολιτικό κόμμα με το προσωπικό του στίγμα. Ο Γ. Παπανδρέου υπήρξε ο αντίποδας του Καραμανλή σχεδόν σε όλα εκτός από την κοινωνική προέλευση. Κατάφερε ωστόσο να ενσωματωθεί με ευκολία στον βενιζελικό πολιτικό κόσμο και χάρη στην επικοινωνιακή του ευχέρεια, να γίνει κατά την περίοδο 1963-67 αντικείμενο λαϊκού ενθουσιασμού. Ο Γ. Παπανδρέου ήταν πληθωρικός, αγαπούσε το κοινό του και δεν δίσταζε να είναι αμετροεπής στις υποσχέσεις του. Η δεύτερη αναμέτρηση με τον αντίπαλο αυτό, που συνομιλούσε με το κοινό του, τον γοήτευε και αναλάμβανε την προάσπιση της δικαιοσύνης, υπήρξε η πιο δύσκολη στιγμή του μετρημένου Μακεδόνα και οι εκλογές του 1963 οι μόνες στις οποίες ηττήθηκε. Για έναν πολιτικό με τόσο ισχυρό «υπερεγώ» (το κοινωνικό «εγώ» κατά τον Φρόυντ) και μεγάλη φροντίδα για το ηθικό περιεχόμενο των πράξεών του, οι επιθέσεις του Γ. Παπανδρέου και οι κατηγορίες για εκλογική νοθεία εις βάρος του, άγγιξαν την πιο ευαίσθητη χορδή του χαρακτήρα του. Η μεγαλύτερη ίσως αδυναμία ενός ανθρώπου με ανεπτυγμένο υπερεγώ και εχθρότητα έναντι των κρατούντων πολιτικών ηθών ήταν να αντιμετωπίζει επιθέσεις ad hominem. Ήταν πάντοτε αδύναμος υπερασπιστής του εαυτού του και γι’ αυτό προτίμησε τότε να εγκαταλείψει την πολιτική παρά να αποδυθεί σε πόλεμο λόγων με έναν αριστοτέχνη αντίπαλο.
Ο δεύτερος μεγάλος πολιτικός αντίπαλος υπήρξε ο γιος του πρώτου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν κατά κάποιο τρόπο λιγότερο προβληματικός για τον Καραμανλή από τον πατέρα του. Η σοφία της ηλικίας, η αναβάπτιση στον πολιτικό βίο, η σωτηρία της Δημοκρατίας και το ηθικό κύρος που το επίτευγμα αυτό έφερε, θωράκισαν τον Καραμανλή της περιόδου 1974-79 από ανοίκειες αντιπολιτευτικές επιθέσεις. Αντίθετα από τον Γεώργιο Παπανδρέου, που συγκέντρωνε στοιχεία γνώριμα και ανεπιθύμητα στον Καραμανλή, ο Ανδρέας ήταν ένα ολωσδιόλου νέο φαινόμενο στην ελληνική πολιτική που ο παλαίμαχος Μακεδόνας δεν κατανόησε ποτέ. Αν ο Γεώργιος υπήρξε εν μέρει ένας παλαιάς σχολής γητευτής του πλήθους, ο Ανδρέας ήταν ένας συστηματικός λαϊκιστής με οπλικά συστήματα νέας κοπής. Κανένας γηγενής Ελληνας πολιτικός δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει το είδος του λαϊκισμού που προερχόταν από τις ΗΠΑ, αν δεν γνώριζε τους μηχανισμούς του. Ο Ανδρέας ήξερε καλά την προτεραιότητα που κατέχει στο αμερικανικό σύστημα ο λαϊκός μέσος όρος, που υπήρξε το ιδανικό του Jefferson και η εκλογική δύναμη η οποία ανέδειξε τον Jackson, αλλά και τους Reagan και Bush Jr. Αναδεικνύοντας τον ταπεινό μέσο όρο του εκλογικού σώματος σαν επιθυμητό πρότυπο συμπεριφοράς, ο Ανδρέας κατεξοχήν προϊόν της αστικής διαπαιδαγώγησης, δημιούργησε μια νέα εικονική πραγματικότητα στη χώρα. Πρόκειται για αλλαγή με μακροχρόνιες επιδράσεις στο πολιτικό μας σύστημα: Οι αστοί να καμώνονται τους λαϊκούς ανθρώπους και οι λαϊκοί τους αστούς.
Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη σχέση του Καραμανλή με τον Παπανδρέου εκτός του ότι εγκαινίασαν μαζί τη συμβίωση Προέδρου και πρωθυπουργού. Ο Καραμανλής βεβαίως, αισθάνθηκε θιγμένος από την παλινωδία του Παπανδρέου στην προεδρική εκλογή του 1985, αλλά διατήρησε στη δυσάρεστη γι’ αυτόν περίσταση τη σιωπή του, αποφεύγοντας εκδηλώσεις που θα αναστάτωναν τον πολιτικό βίο. Ο Καραμανλής υπήρξε ο τελευταίος λαϊκός ηγέτης, ενώ ο Παπανδρέου ο πρώτος λαϊκιστής.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου