Πολλοί έχουν πει πως ο Καποδίστριας ήταν ένας Ευρωπαϊστής, ένας άνθρωπος που «ήθελε να μετατρέψει τους Ρωμηούς σε Έλληνες», ισχύει όμως κάτι τέτοιο;
Το 1819 γράφει στον Πατέρα του: «Είναι έργον μοναδικόν της προστασίας του Θεού και των θαυματουργών Αγίων που αναξίως επεκαλέσθην με δάκρυα ειλικρινούς καρδίας και αφοσιωμένης» προσθέτοντας την φράση: «Πίπτων εις τους πόδας του Θαυματουργού Αγίου μας και της Αειπαρθένου Πλατυτέρας (=Θεοτόκου)» Είναι έκδηλη η ησυχαστική του συνείδηση (βλ. τις σημειωμένες φράσεις) σε ένα ιδιωτικό γράμμα που του επιτρέπει να αποκαλύψει τα μύχια της καρδιάς του. Είναι δε γεγονός ότι έβλεπε την ιστορική ύπαρξη του Γένους ζυμωμένη με την πίστη.
Γράφει σε άλλη περίπτωση: «Η Χριστιανική Θρησκεία εσυντήρησεν εις τους Έλληνας και γλώσσα και πατρίδα και αρχαίας ένδοξους αναμνήσεις και εξαναχάρισεν εις αυτούς την πολιτικήν ύπαρξιν της οποίας είναι στύλος και εδραίωμα». Συνδύαζε δηλαδή ο Καποδίστριας την ανάσταση και την ιστορική συνέχεια του Έθνους, όχι με την Ευρώπη και την οποιαδήποτε βοήθειά της, αλλά με την παράδοση του γένους και τα πνευματικά αποθέματά του. Ανάλογα θα δηλώσει και στον J. B. Georges Bory de saint Vincent: «Πρώτα είμαι Έλληνας... γιατί γεννήθηκα σε αυτή την χώρα... Είμαι Έλληνας από πατέρα και μητέρα. Είμαι με την χάρη του Θεού που μου ανέθεσε την κυβέρνησιν αυτού του πτωχού λαού... Είμαι Έλληνας εκ γενετής, από καθαρή αγάπη, από αίσθημα, από καθήκον και από Θρησκεία»
Η αποστασιοποίησή του από το φράγκικο περιβάλλον της γενέτειράς του είναι τόσο εμφανής το 1815 ώστε να δικαιώνεται ο χαρακτηρισμός του από τον Π. Χριστόπουλο ως «ταξικού αποστάτου». Παρατηρεί ο Καποδίστριας: «Η ενετική πολιτεία εκυβέρνα τας Ιονίους νήσους με το σύστημα της διαφθοράς. Οι Αντιπρόσωποι εκλέγοντο εκ της κλάσεως (=τάξεως) των ευγενών αρχόντων ήτις ήτο η ευκαταφρονεστέρα και η μάλλον διεφθαρμένη δι’ ανηθικότητα και ελεεινότητα... Η πολιτεία της Βενετίας εφοβείτο το έξοχον της φυσικής μεγαλοφυϊας των Ελλήνων και επροσπάθει να το καταβάλη με την αμάθειαν». Ήταν ευγενής στην καταγωγή, αλλά Ρωμηός στην καρδιά!
Ο Καποδίστριας γνώριζε και τις αρρώστιες της Ευρώπης, κάτι που θα το εκφράσει σαφέστερα και συχνότερα κατά την πολιτική του δράση στην Ελλάδα. Στο πρόσωπο του Μέττερνιχ αντιμετώπισε την μεσαιωνική Ευρωπαϊκή τυραννία, προσπαθούσε να επιβιώσει. Στο πρόσωπο του Βοναπάρτη και της μετεπαναστατικής Γαλλίας πολέμησε την αλλοτριωμένη δημοκρατία που ως αστισμός υποκατέστησε την κληρονομική ολιγαρχία με την οικονομική. Αυτό εκφράζει το 1815: «έχομεν ήδη την απόδειξιν τούτου εις τας ταχείας επιτυχίας της κακοήθειας και της δολιότητος των Γάλλων. Δεν είναι είς μόνον ανήρ, τον οποίον η Ευρώπη είναι αποφασισμένη να πολεμήσει. Είναι μια γενεά ανθρώπων χωρίς θρησκείαν, χωρίς τιμήν, χωρίς πατρίδα, χωρίς αρχάς, μία γενεά την οποία πρέπει να τιμωρήσωμεν και να διορθώσωμεν» . Διατηρώντας την αρχαία Ελληνική αρετή που διατυπώνει ο Πλάτων στην Επινομίδα του «ό,τι περ αν Έλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται», προσέλαβε επιλεκτικά στοιχεία από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αλλ’ όχι την Ευρώπη στο σύνολό της.
Γι’ αυτό θα επιδιώκει, η νεολαία, που με την συνδρομή του σπούδαζε στην Ελβετία, «να σχηματισθή πρώτον ελληνιστί και όχι ελβετιστί η γαλλιστί. Η Ελλάς πρέπει πρώτον να μορφώνη Ελληνικώς την απαλήν ψυχήν των τέκνων της. Η δε Ευρώπη να τελειοποιή ύστερον τους ήδη εσχηματισμένους νέους» Η αιτία δηλώνεται στην επόμενη φράση «Ούτω το Έθνος φυλάττει τον εθνικόν χαρακτήρα του, δεν νοθεύεται».
Αν δεν γνωρίζαμε πως το γράμμα ανήκει στον Καποδίστρια, θα μπορούσε αβίαστα να αποδοθεί σε κάποιον από τους Κολλυβάδες Πατέρες!! (βλέπε και τις σημειώσεις).
Παρ’ όλα αυτά, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι «ο φιλελευθερισμός» του Καποδίστρια «είχε πατρίδα την Αγγλία» και ότι επεδίωκε «να μεταβάλη πρώτα απ’ όλα τους Ρωμιούς σε Έλληνες Πολίτες» και «να ενώση την Ελλάδα με την Ευρώπη – όχι να την επιστρέψη στο Βυζάντιο». Είναι όμως έτσι;
Ήδη στο γνωστό υπόμνημα της 18ης Απριλίου 1819, φαίνεται η Βούλησή του να θεμελιωθεί η φιλική Εταιρεία «ουχί επί της εθνότητος, αλλ’ επί της ευρείας και ζώσης ορθοδόξου εκκλησίας» Τον Απρίλιο του 1828 μία ενέργειά του φανερώνει το ενδιαφέρον του για Ρωμαίικη λύση του ανατολικού ζητήματος. Υποβάλλει στον τσάρο Νικόλαο σχέδιό του, που προέβλεπε την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Ρούμελης (της Βαλκανικής) σε Ομοσπονδία πέντε αυτόνομων κρατών (Ελλάδος, Ηπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας και Δακίας) με ελεύθερη πόλη την Κωνσταντινούπολη. Η προσπάθεια αυτή συνιστά οφθαλμοφανώς παραλλαγή του βαλκανικού σχεδίου του Ρήγα. Το καποδιστριακό σχέδιο, βέβαια, απορρίφθηκε με την συνθήκη της Αδριανουπόλεως (14/09/1829), αλλά έγινε το θεμέλιο της Ρωσοευρωπαϊκής και Αμερικανικής πολιτικής της «βαλκανοποιήσεως», ενώ ο Καποδίστριας εργαζόταν για την απελευθέρωση και προοδευτική ενοποίηση των Ευρωπαϊκών επαρχιών της Αυτοκρατορίας της «Νέας Ρώμης». Έτσι κατανοείται και η μαρτυρία του Ν. Σπηλιάδη, για την επιθυμία του Καποδίστρια να επιτύχει την ίδρυση της «Νεορωμαϊκής αυτοκρατορίας», δηλαδή ανάσταση της αυτοκρατορίας «Νέας Ρώμης» / «Βυζαντίου».
Πώς μπορεί άλλωστε να ερμηνευθεί η επιμονή του Καποδίστρια να παραδεχθεί ο επίδοξος Βασιλιάς της Ελλάδος Λεοπόλδος του Σαξ – Κοβούργου την Ορθόδοξη πίστη, συναντώμενος σε αυτό με τον Στρατηγό Μακρυγιάννη, που έβλεπε το άρθρο 40 του συντάγματος (1844) ως το «βαγγέλιον του Θεού»; Το πρόβλημα της Βασιλείας στην Ελλάδα μετά τον Καποδίστρια δεν θα είναι η (πάντα δυτικού τύπου) αντίθεση «Βασιλευόμενης Δημοκρατίας» και «Προεδρευόμενης Δημοκρατίας» αλλά η φύση του βασιλικού θεσμού: Κληρονομικός (ρατσιστικός/απολυταρχικός) ή Αιρετός (δημοκρατικός);
Άπλετο φως, τέλος, για την κριτική αποτίμηση των πολιτικών ενεργειών του Καποδίστρια ρίχνει η μελέτη της εκκλησιαστικής πολιτικής του, βασικότατο κεφάλαιο που δυστυχώς ορισμένοι δεν φαίνεται να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη, χάνοντας έτσι την βασικότερη ίσως προοπτική για την προσέγγιση και κατανόηση του Καποδίστρια ως διπλωμάτη και πολιτικού.
Η σύνδεση του εκκλησιαστικού χώρου με την παιδεία στην «Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου παιδείας», χωρίς προηγούμενο ή και επόμενο στην «Ευρωπαϊκή» πολιτική σκηνή, συνιστά όχι μόνο ενσυνείδητη εμμονή του Καποδίστρια στο πνεύμα της παραδόσεως, που θέλει τους δύο αυτούς χώρους αδιάσπαστα ενωμένους (και ο Καποδίστριας τους θεωρούσε «αχώριστους» και «προς ένα συντρέχοντα σκοπόν, την ηθικήν των πολιτών μόρφωσιν»), αλλά και την αντίθεσή του προς το πνεύμα τού χωρίς εισαγωγικά ευρωπαϊστή Κοραή, ο οποίος με τις καλβινίζουσες προϋποθέσεις του, ενέτασσε στο έργο του «Λειτουργού της Δημοσίου Παιδείας» την φροντίδα της Αστυνομίας, του Δικαίου και της Θρησκείας». Η οργάνωση, εξ άλλου, των Καποδιστριακών σχολείων με μελέτη πατερικών έργων και κατά το μοναστηριακό σύστημα φανερώνει την θέλησή του για την συντήρηση αυτής της σχέσης. Το ίδιο αποδεικνύει όμως και η αντιμετώπιση από τον Καποδίστρια του ζητήματος τής εκκλησιαστικής περιουσίας για την αξιοποίηση και όχι τη διαρπαγή της, κάτι που δυστυχώς δεν βρήκε συνέχεια.
Μία ιδιαίτερα σημαντική του απόφαση τον Αύγουστο του 1831 φωτίζει καθοριστικά όχι μόνο το φρόνημά του, αλλά και το μαρτυρικό τέλος του, που προβάλλεται σε μία άλλη προοπτική.
Κατά πληροφορία, που μας προσφέρει το Αρχείο του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών (γράμμα Κων. Οικονόμου προς τον πρέσβη της Ρωσίας στην Πόλη Τιτώφ, από 16.2.1850), ο Καποδίστριας βιαζόταν να αποκατασταθεί η σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά την δήλωση του, «ίνα μην πέση η υπόθεσις εις των Φράγκων τας χείρας και τότε εχάθημεν»! Ο Οικονόμος μνημονεύει δήλωση προς αυτόν τού από Ρέοντος και Πράστου και μετέπειτα Κυνουρίας Διονυσίου, τον οποίον «μετακαλέσας» ο Καποδίστριας «διώρισε δια την Κωνσταντινούπολιν» «ίνα γένηται η κανονική αναγνώρισης της εν Ελλάδι Εκκλησίας». Παρατηρεί δε ο Οικονόμος: «Πόσον πολιτικώς και ορθοδόξως άμα προείδε και τούτου του πράγματος την ανάγκην ο αείμνηστος εκείνος»! Αλλά, όπως συνεχίζει ο Οικονόμος, «Ενώ απήλθεν ούτος (ο Κυνουρίας) εις την επαρχίαν αυτού προς ετοιμασίαν, μετ’ ολίγας ημέρας συνέβη και η του Κυβερνήτου τελευτή» (=δολοφονία).
Το σωζόμενο αρχειακό υλικό για την Ιόνιο Ακαδημία των αδελφών Τυπάλδων Ιακωβάτων (Ληξούρι) δίνει απάντηση στο ερώτημα για την σπουδή του Καποδίστρια τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή. Από το υπόμνημα του Κων Τυπάλδου - Ιακωβάτου, καθηγητή της Ιονίου Ακαδημίας (Αύγουστος 1831) πληροφορούμαστε για τις ενέργειες στον κύκλο της Αρμοστείας της Επτανήσου για ενεργοποίηση του μηχανισμού της αυτονομήσεως δια μέσου της αυτοκεφαλίας των εκκλησιαστικών επαρχιών της Ρωμαίικης Εθναρχίας. Όπως απέδειξε η συνέχεια (Ελλαδικό αυτοκέφαλο του 1833, Βουλγαρική Εθναρχία 1870) η δυτική πολιτική επεδίωκε την βίαιη απόσπαση των επαρχιών της Εθναρχίας και την οριστική διάλυση της Εθναρχίας ως συνέχειας της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας. Αυτό, άλλωστε, γράφει και ο Υπουργός Εξωτερικών Αναστ. Λόντος στον Επιτετραμμένο της Ελλάδος Πέτρο Δεληγιάννη στις 6 Φεβρουαρίου 1850 (με την έναρξη των προσπαθειών για την λύση του Ελλαδικού Εκκλησιαστικού ζητήματος): «Αι κυβερνήσεις της Αγγλίας και Γαλλίας ενδιαφέρονται ουχί μικρόν εις το ζήτημα τούτο και επιθυμούσι δια πολιτικούς λόγους να ίδωσι την Ελληνικήν Εκκλησίαν εντελώς ανεξάρτητον του εν Κωσταντινουπόλει Πατριαρχείου». Ο Ρωμηός Ι. Καποδίστριας έσπευδε να επιτύχει λύση μέσα στο πνεύμα της ιστορικοκανονικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας, που διαφοροποιούταν διαμετρικά από τα σχέδια της Ευρώπης για την Ορθόδοξη Ανατολή. Και μόνο η ενέργειά του αυτή είναι ικανή να δείξει την αληθινή φύση του ευρωπαϊσμού του. Η περίπτωση, μάλιστα, αυτή εντάσσει και σε ένα άλλο πλαίσιο την δολοφονία του Κυβερνήτη μετά από λίγες μέρες. Διότι με την αποστολή του Κυνουρίας, που πρέπει οπωσδήποτε να γνώριζαν οι Δυτικές κυβερνήσεις, χάραζε για το Ελληνικό Έθνος μια προοπτική που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα και τα σχέδια τους γι’ αυτήν.
Πολλοί προσπάθησαν να προσεταιρισθούν το όνομα του Καποδίστρια ως «Ευρωπαϊστή», «Αδέσμευτου απ’ την Πίστη», «Προοδευτικού» κ.α. Όμως ο Καποδίστριας ήταν πάνω απ΄ όλα Ρωμιός. Και πιθανόν σήμερα κάποιοι πνευματικοί απόγονοι αυτών που τον σκότωσαν να θέλουν να τον προβάλουν ως δικό τους άνθρωπο. Ας είναι. Η Ιστορία θα τους διαψεύδει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου